κυσταδένωμα

κυσταδένωμα
το
ιατρ. καλοήθης όγκος που αναπτύσσεται εις βάρος τού αδενικού παρεγχύματος μιας κυστικής κοιλότητας («κυσταδένωμα τής ωοθήκης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystadenome < cyst(o)- (βλ. κυστε[ο]-) + adenome (< aden[o]- < αδήν, αδένος + κατάλ. -ome)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κύστη — Υμενώδης θύλακος του σώματος στον οποίο συλλέγεται υγρό· η ουροδόχος κ. Ονομάζεται επίσης παθολογική παραγωγή ή ανάπτυξη που σχηματίζεται από νεόπλαστη θήκη ή κοιλότητα, που περιέχει ρευστή, πολτώδη ή σπάνια στερεή ουσία ή αέρα. Κ. καλείται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”